- Γραικοί
- Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί οι Έλληνες στη λατινική γραμματεία (Graeci στους ποιητές και Grai)και έτσι τους ονομάζουν έως τώρα όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί (Greco, Grec, Greek, Grieche κλπ.). Όπως και το όνομα Έλλην, έτσι και αυτό προέρχεται από την πρώτη κοιτίδα των Ελλήνων στην Ήπειρο, την Ελλοπία, κοντά στη Δωδώνη. Για πρώτη φορά ανέφερε τον όρο Γ.ο Αριστοτέλης. Προσπαθώντας να προσδιορίσει πού έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα θεώρησε πως πρέπει να έγινε «περί την Ελλάδα την Αρχαίαν. Αύτη δ’ εστίν η περί Δωδώνην και τον Αχελώον· ούτος γαρ πολλαχού το ρεύμα μεταβέβληκεν· ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί» (Αριστ., Μετεωρ. 1, 14). Αργότερα (2ος αι. π.Χ.) ο Απολλόδωρος ανέφερε: «αυτός (Έλλην) μεν ουν απ’ αυτού τους καλουμένους Γραικούς προσηγόρευσεν Έλληνας» (Απολλόδ. 1, 7, 3). Το ίδιο γεγονός βεβαίωνε και το Πάριο Χρονικό: και «Έλληνες ωνομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι». Πρόκειται λοιπόν κυρίως για μία στενή περιοχή κοντά στη Δωδώνη, που οι κάτοικοί της Σελλοί (Ελλοί δηλαδή Έλληνες) γνωστοί ως υποφήτες (ιερείς του μαντείου) του Δωδωναίου Δία ονομάζονταν και Γ. Παραμένει όμως δυσερμήνευτο πώς παρέλαβαν οι Λατίνοι το όνομα ενός μικρού λαού μιας περιοχής της Ηπείρου και το κατέστησαν εθνολογικό όλων των Ελλήνων και της Ελλάδας. Άλλη άποψη είναι ότι οι λέξεις Grai και Craeci προέρχονται «από μικράς τινός ομάδος Ελλήνων Γραίων καί Γραικών καλουμένων, οίτινες από της εν Βοιωτία Τανάγρας απώκησαν πάλαι εις την Ιταλίαν (ένν. την Κύμην) και εγνωρίσθησαν πρώτοι εκ των Ελλήνων εις τους Ιταλούς» (Γ. Χατζηδάκη, Ελλάς και Έλληνες κλπ., Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος 1925, σ. 97 κ.εξ.). Οπωσδήποτε ο όρος Γ. γενικεύτηκε μόνο στους βυζαντινούς χρόνους, δίχως όμως να εκτοπίσει το όνομα Ρωμαίοι που επικράτησε και κάλυψε εντελώς το Έλληνες.Φαίνεται ότι επειδή το Ρωμαίοι κάλυπτε το σύνολο των υπηκόων του Βυζαντίου, με το Γ. ξεχώριζαν ειδικότερα οι καθαυτό Έλληνες· ο Προκόπιος το μεταχειρίστηκε συχνά με αυτό τον τρόπο. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι και ο Βούλγαρος τσάρος Συμεών (αρχές 10ου αι.) έλαβε τον τίτλο τσάρος των Βουλγάρων και των Γ. Μετά το Σχίσμα (1054 μ.Χ.) γινόταν συχνή χρήση του όρου Γ. με την έννοια ορθόδοξος, σε αντίθεση με τον όρο Λατίνος που αναφερόταν στους καθολικούς. Στους χρόνους της τουρκοκρατίας πολλοί λόγιοι, όπως ο Κοραής, χρησιμοποίησαν τον όρο Γ. Φαίνεται ότι από τη δογματική διάκριση προς τους καθολικούς, ο όρος πήρε με τον καιρό εθνολογικό περιεχόμενο. Μετά το 1821 επικράτησε το όνομα Έλληνες και εγκαταλείφτηκε τελείως το Γ.
Dictionary of Greek. 2013.